στραβώνω

στραβώνω
στραβῶ, -όω, ΝΜ [στραβός]
νεοελλ.
1. (μτβ.) α) κάνω κάτι στραβό, τό κάνω να χάσει την ευθεία γραμμή του («στραβώνω το κλειδί»)
β) στρεβλώνω, στραμπουλίζω («έπεσα και στράβωσα το πόδι μου»)
γ) εκτρέπω από την ευθεία οδό, κάνω κάτι να μην έχει σωστή εξέλιξη, να μην έχει καλή τροπή («μού στράβωσε τη δουλειά»)
δ) τυφλώνω κάποιον («τόν στράβωσε με τα νύχια της»)
2. (αμτβ.) α) χάνω την ευθύτητά μου, γίνομαι στραβός («στράβωσε η σανίδα από την υγρασία»)
β) μτφ. παίρνω κακή τροπή, κακή εξέλιξη («στράβωσε η δουλειά»)
3. (μέσ. και παθ.) στραβώνομαι
α) τυφλώνομαι
β) μτφ. κάνω αδικαιολόγητο λάθος, δεν βλέπω κάτι το ολοφάνερο («στραβώθηκα κι έκανα τέτοιο λάθος;»)
γ) κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου («στραβώθηκα στο διάβασμα»)
μσν.
κάνω κάποιον να αλληθωρίσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στραβώνω — στραβώνω, στράβωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραβώνω — στράβωσα, στραβώθηκα, στραβωμένος 1. κάνω κάτι στραβό ή γίνομαι στραβός: Στράβωσες τη γραμμή. – Στράβωσαν τα ξύλα από την υγρασία. 2. τυφλώνω: Με στράβωσε ο καπνός. 3. το παθ., στραβώνομαι κάνω λάθος αδικαιολόγητα: Στραβώθηκα εκείνη την ώρα και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκεβρώνω — σκέβρωσα, σκεβρωμένος 1. μτβ., κάνω κάτι κυρτό, το στραβώνω. 2. αμτβ., γίνομαι κυρτός, στραβώνω: Τα σανίδια βράχηκαν και σκέβρωσαν. 3. μτφ., καμπουριάζω: Σκέβρωσε από την πολλή δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] …   Dictionary of Greek

  • διαμυλλαίνω — (Α) [μυλλαίνω] στραβώνω χλευαστικά τα χείλη, μορφάζω …   Dictionary of Greek

  • εκτυφλώνω — και εκτυφλώ ( όω) (AM ἐκτυφλῶ) 1. κάνω κάποιον εντελώς τυφλό, τού στερώ την όραση, τόν στραβώνω 2. απόλ. επιφέρω τύφλωση 3. συσκοτίζω τον νου κάποιου, τόν θαμπώνω, τόν σαστίζω 4. παθ. υφίσταμαι ή έχω πλήρη στέρηση τής οράσεως αρχ. 1. παθ. (για… …   Dictionary of Greek

  • εντυφλώ — ἐντυφλῶ, όω (Α) τυφλώνω, στραβώνω …   Dictionary of Greek

  • ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… …   Dictionary of Greek

  • μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω …   Dictionary of Greek

  • μυλλαίνω — (Α) [μύλλον] στραβώνω το στόμα για εμπαιγμό, κάνω μορφασμούς με τα χείλια για να περιπαίξω κάποιον, μυκτηρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”